Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζαχρειές — (Α) (επίρρ. από το ουδ. τού άχρ. επιθ. ζαχρειής ή ζαχρηής) ορμητικά, βίαια … Dictionary of Greek